- ιρακινός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιράκ2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το Ιράκ3. ως ουσ. Ιρακινός, -ή, -όο κάτοικος τού Ιράκ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… … Dictionary of Greek
Ράντι, Χουσεϊν Άχμαντ — (1924 – 1963). Ιρακινός πολιτικός. Καταγόταν από εργατική οικογένεια. Όταν τελείωσε την Παιδαγωγική Σχολή της Βαγδάτης, εργάστηκε ως καθηγητής. Το 1943 έγινε μέλος του Κομουνιστικού κόμματος του Ιράκ. Το 1948 τον συνέλαβαν γιατί είχε πάρει μέρος… … Dictionary of Greek